- στεγόμενα
- στέγωcover closelypres part mp neut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στεγομένα — στεγομένᾱ , στέγω cover closely pres part mp fem nom/voc/acc dual στεγομένᾱ , στέγω cover closely pres part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυρώ — θυρῶ, όω (Α) [θύρα] 1. τοποθετώ θύρα σε κάτι, κλείνω με θύρα, κλείνω καλά 2. παθ. θυροῡμαι, όομαι α) έχω ανοίγματα («πίναξ τεθυρωμένος», επιγρ.) β) έχω ως θύρες («πολλαῑς ἐξόδοις τεθυρῶσθαι», Λουκιαν.) γ) έχω πόρτες («στεγόμενα και τεθυρωμένα»… … Dictionary of Greek